διόχνει

διόχνει
και δόχνει (Μ διόχνει)
μού φαίνεται καλό, αποφασίζω («δόχνει με... να έβγω να κυνηγήσω»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τον αόρ. έδοξε του δοκεί* κατά παρετυμολ. προς την πρόθεση δια*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”